- αναχώνω
- -ωσα, -ώθηκα, -ωμένος, σκεπάζω με χώμα: Το μεγάλο λάκκο στο χωριό τον ανάχωσαν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναχώνω — βλ. αναχώννυμι … Dictionary of Greek
αναχώννυμι — ἀναχώννυμι κ. ἀναχωννύω κ. ἀναχῶ ( όω) (Α) (νεοελλ. και αναχώνω) μσν. 1. (για τάφο) ανοίγω 2. ξεχώνω νεκρό, ξεθάβω αρχ. 1. συσσωρεύω χώμα και σχηματίζω λόφο 2. γεμίζω, επικαλύπτω με χώμα 3. θάβω νεκρό … Dictionary of Greek